- εὐξήραντος
- εὐξήραντοςeasily dryingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευξήραντος — η, ο (Α εὐξήραντος) (κυρίως για υγρά) αυτός που ξηραίνεται ή εξατμίζεται εύκολα νεοελλ. αυτός τού οποίου η αξία δεν μειώνεται ή και αυξάνεται με την ξήρανση («η κορινθιακή σταφίδα είναι ευξήραντη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξηραίνω] … Dictionary of Greek
εὐξήραντον — εὐξήραντος easily drying masc/fem acc sg εὐξήραντος easily drying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξήραντα — εὐξήραντος easily drying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξήραντοι — εὐξήραντος easily drying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)